- ομόδοξος
- -η, -ο1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, αλλ. ομόγνωμος (βλ. λ.).2. ομόθρησκος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὁμόδοξος — of the same opinion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόδοξος — η, ο (ΑΜ ὁμόδοξος, ον) αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος νεοελλ. αυτός που ανήκει στο ίδιο θρησκευτικό δόγμα με κάποιον άλλο μσν. αρχ. αυτός που έχει την ίδια δόξα με άλλον αρχ. (για τους Επικουρείους) αυτός που ανήκει στην ίδια… … Dictionary of Greek
ὁμοδόξως — ὁμόδοξος of the same opinion adverbial ὁμόδοξος of the same opinion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόδοξον — ὁμόδοξος of the same opinion masc/fem acc sg ὁμόδοξος of the same opinion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοδόξοις — ὁμόδοξος of the same opinion masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοδόξου — ὁμόδοξος of the same opinion masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοδόξους — ὁμόδοξος of the same opinion masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοδόξων — ὁμόδοξος of the same opinion masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοδόξῳ — ὁμόδοξος of the same opinion masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόδοξα — ὁμόδοξος of the same opinion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)